- παραπλανώμαι
- παραπλανώμαι, παραπλανήθηκα, παραπλανημένος βλ. πίν. 61
και πρβλ. παραπλανιέμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κατατυφλώνω — (Μ κατατυφλώνω, Α κατατυφλῶ, όω) τυφλώνω εντελώς, καθιστώ κάποιον τελείως τυφλό νεοελλ. μσν. 1. μτφ. παραπλανώ μέσ. κατατυφλώνομαι παραπλανώμαι, τυφλώνομαι από κάποιο ισχυρό πάθος μσν. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία … Dictionary of Greek
παραπαίω — ΝΑ νεοελλ. 1. βαδίζω ασταθώς, παραπατώ, τρικλίζω 2. ενεργώ ή κινούμαι χωρίς λογικό ειρμό ή αποφασιστικότητα, δεν ξέρω τί κάνω ή τί λέω αρχ. 1. χτυπώ εσφαλμένως, αστόχως 2. (για μουσικό) κρούω εσφαλμένο τόνο 3. είμαι ή γίνομαι παράφρονας, χάνω τα… … Dictionary of Greek
παραπλανώ — παραπλανῶ, άω, Ν ΜΑ νεοελλ. 1. εκτρέπω κάποιον από τον σωστό δρόμο 2. παρασύρω κάποιον με πονηριά και επιτηδειότητα στο κακό, ξεμυαλίζω, διαφθείρω νεοελλ. μσν. εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον αρχ. 1. πέφτω σε πλάνη, απατώμαι 2. παθ. παραπλανῶμαι, άομαι… … Dictionary of Greek
παρασφάλλω — ΜΑ παθ. παρασφάλλομαι μτφ. πλανώμαι, παραπλανώμαι, σφάλλω, υποπίπτω σε σφάλμα («μηδαμοῡ παρεσφάλθαι τῆς ἀληθείας», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. (για βέλος) κάνω κάτι να πέσει στα πλάγια, να εκτραπεί από τον στόχο του, να αστοχήσει («παρέσφηλεν γὰρ… … Dictionary of Greek
συναπάγω — ΝΜΑ [ἀπάγω] νεοελλ. μεταφέρω μαζί μου με τη βία μσν. αρχ. οδηγώ κάποιον μαζί με άλλους (α.«συναπήχθη τοῑς πατριώταις εἰς Σικελίαν αἰχμάλωτος», Νικ. Χων. β. «ἵππον ἔδωκε... καὶ ἐκέλευσε τῶν σκηπτούχων τινὰ συναπάγειν αὐτῷ ὅποι κελεύσετε», Ξεν.)… … Dictionary of Greek
συσφάλλομαι — Α πέφτω ή σκοντάφτω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφάλλομαι «πέφτω κάτω, παραπλανώμαι, κάνω λάθος»] … Dictionary of Greek